πλοκαμις

πλοκαμις
    πλοκαμίς
    πλοκᾰμίς
    -ῖδος ἥ кудри, локоны Theocr., Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πλοκαμις" в других словарях:

  • πλοκαμίς — πλοκαμί̱ς , πλοκαμίς lock fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκαμῖδα — πλοκαμίς lock fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκαμῖδας — πλοκαμίς lock fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκαμῖδες — πλοκαμίς lock fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκαμῖδος — πλοκαμίς lock fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκαμῖσι — πλοκαμίς lock fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PLOCAMOS — Graece πλόκαμος, plecta sertave capillorum est; nam et πλεκτὴ est funiculus, ἀπὸ τοῦ πλέκειν, Hesych. πλεκτὴ, ςειρὰ; etiam plectas infimae aetatis Auctores dixêre. Πλοκάμους tamen Graeci Grammaticilonge aliter exponunt, deglobis cil. nodisque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εϋπλοκαμίς — ἐϋπλοκαμίς, ῑδος, ἡ (Α) επικ. θηλ. τού επιθ. εὐπλόκαμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλοκαμίς] …   Dictionary of Greek

  • πλοκαμίδα — η / πλοκαμίς, ίδος, ΝΑ 1. πλέγμα από μαλλιά, πλεξίδα·|| νεοελ. στρ. πλεξίδα από στουπί που χρησιμεύει ως βύσμα σε διάφορα σημεία τού εσωτερικού μηχανισμού ενός πυροβόλου αρχ. 1. (με περιληπτ. σημ.) κατσαρά μαλλιά 2. στον πληθ. αἱ πλοκαμίδες… …   Dictionary of Greek

  • πλοκαμίδων — πλοκαμί̱δων , πλοκαμίς lock fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»